πασαίρνω

πασαίρνω
βλ. πασάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”